λουγδουνικός

λουγδουνικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λούγδουνο ή που προέρχεται από το Λούγδουνο («λουγδουνική λάγηνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λούγδουνον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουγδούνιος — α, ο 1. λουγδουνικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λουγδούνιος, η Λουγδούνια ο κάτοικος τού Λουγδούνου ή αυτός που κατάγεται από το Λούγδουνο 3. φρ. «λουγδούνιος κώδικας» πολύτιμο χειρόγραφο τής βιβλιοθήκης τής Λυόν που περιέχει λατινική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”